- συνεξεβράσθη
- σύν , ἐκ-βράσσωshake violentlyaor ind pass 3rd sgσύν-ἐκβράζωthrow outaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκβράσσω — Α 1. (για τη θάλασσα) βγάζω στην ξηρά, ξεβράζω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον 2. παθ. συνεκβράσσομαι (κατά τον Ησύχ.) «συνεξεβράσθη, συνεξεβλήθη». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκβράσσω «ξεβράζω, αποβάλλω»] … Dictionary of Greek